Κλιματική αλλαγή: Απειλούνται οι θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές της Μεσογείου
Του Νίκου Αβουκάτου
Οι προστατευόμενες περιοχές αποτελούν παγκοσμίως το βασικότερο εργαλείο για τη διατήρηση της βιολογικής ποικιλότητας. Αν και οι περιοχές αυτές καλύπτουν ένα σημαντικό τμήμα του πλανήτη, η αποτελεσματικότητα αυτών δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη. Ένα σύνολο από περιορισμούς σε διοικητικό και επιχειρησιακό επίπεδο δύναται να υποβαθμίσουν σημαντικά την ικανότητα να προστατεύουν επαρκώς τα είδη και τους οικοτόπους που φιλοξενούν. Παράλληλα, η αποτελεσματικότητα των περιοχών αυτών βρίσκεται αντιμέτωπη και με το σύνολο των μεταβολών που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή.
Σε μια προσπάθεια να κατανοήσουμε την τρωτότητα των θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών στην κλιματική αλλαγή, ομάδα του Τομέα Οικολογίας του Τμήματος Βιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ,) υπό το συντονισμό του Αν. Καθηγητή Αντώνη Μαζάρη, ανέπτυξε μια πολυδιάστατη μεθοδολογία για να προσφέρει ποσοτικά στοιχεία σχετικά με την ικανότητα των θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών της Μεσογείου να ανταπεξέλθουν ικανοποιητικά στο ρόλο τους. Χρησιμοποιώντας ένα σύνολο από κλιματικά μοντέλα, τεχνικές χωρικής ανάλυσης, οικολογικά μοντέλα και πρότυπους δείκτες μεταβολής των βιοκοινοτήτων, η ομάδα του ΑΠΘ εξέτασε το βαθμό στον οποίο οι παρούσες κλιματικές συνθήκες των θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών θα διατηρηθούν και στο μέλλον. Καθώς οι μεταβαλλόμενες κλιματικές συνθήκες ενδέχεται να μετατοπίσουν τους οργανισμούς σε άλλες περιοχές καθώς, ως μια προσπάθεια αυτών να διατηρήσουν τις βέλτιστες θερμοκρασιακές συνθήκες, οι ερευνητές προσομοίωσαν μεταβολές στις κατανομές θαλάσσιων ειδών και εκτίμησαν τις πιθανές, μελλοντικές αλλαγές στη σύνθεση των ειδών των προστατευμένων περιοχών των θαλασσών της Μεσογείου.
Στη συγκεκριμένη έρευνα τα χωροχρονικά πρότυπα της κλιματικής αλλαγής εξετάστηκαν με την μέθοδο των κλιματικών ανάλογων, δηλαδή μέσω της αναζήτησης περιοχών όπου οι κλιματικές συνθήκες του παρόντος θα προσομοιάζουν αυτές του μέλλοντος. Η τεχνική αυτή παρέχει εκτιμήσεις για την απόσταση που θα πρέπει να διανύσει ένα είδος στο χρόνο (ταχύτητα της κλιματικής αλλαγής) για να παραμείνει σε παρόμοια κλιματικά χαρακτηριστικά, δηλαδή εάν για μια περιοχή ενδιαφέροντος έχει πολύ μικρή ταχύτητα κλιματικής αλλαγής στα επόμενα 30 χρόνια, αυτό είναι ενδεικτικό κλιματικής σταθερότητας, όπως μας εξηγεί ο κος Μαζάρης.
Επιπλέον, αξιοποιώντας χωρικές προβλέψεις για την παροντική και μελλοντική κατανομής 71 ειδών της θαλάσσιας πανίδας τα οποία απαντώνται εντός των υπό μελέτη προστατευόμενων περιοχών, οι ομάδα του ΑΠΘ κατέληξε ότι πάνω από τις μισές προστατευόμενες περιοχές αναμένεται να χάσουν τα περισσότερα από τα είδη που μέχρι και σήμερα διατηρούν. Εξαίρεση στον προηγούμενο κανόνα αποτελούν οι προστατευόμενες περιοχές της νοτιοδυτικής Κρήτης οι οποίες χάνουν το μικρότερο αριθμό ειδών από όλες τις υπόλοιπες μεσογειακές θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές.
«Οι θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές της Μεσογείου χαρακτηρίζονται από περιορισμένη κλιματική σταθερότητα και αυτό έχει άμεση επίπτωση και στη δομή των κοινοτήτων των θαλάσσιων ειδών. Είναι ενδεικτικό να αναφερθεί ότι τα μοντέλα μας προβλέπουν ότι μέχρι το 2050 οι κλιματικές συνθήκες που επικρατούν σε κάποιες θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές θα διαφοροποιηθούν σε τέτοιο βαθμό όπου θα απολέσουν πλήρως την κλιματική τους ταυτότητα» δήλωσε στο GreenAgenda η Αμαλία Κυπριώτη, ερευνήτρια της ομάδας του ΑΠΘ.
Σύμφωνα τα ευρήματα της μελέτης, που δημοσιεύτηκε μόλις πριν λίγες ημέρες σε έγκριτο επιστημονικό περιοδικό (Science of the Total Environment, 792, 148397), ένας θαλάσσιος οργανισμός που διαβιεί στις προστατευόμενες περιοχές της Μεσογείου θα χρειαστεί, κατά μέσο όρο, να διανύσει τον χρόνο 3,6 χλμ. για να διατηρήσει σταθερές τις ιδανικές για την επιβίωσή του κλιματικές συνθήκες. Μάλιστα σε κάποιες περιοχές οι οργανισμοί θα έπρεπε να διανύσουν αρκετές δεκάδες χλμ. τον χρόνο προκειμένου να αποφύγουν μεγάλες αλλαγές στην θερμοκρασία λόγω της κλιματικής αλλαγής, μια μετακίνηση που πιθανώς δεν θα είναι εφικτή για τους περισσότερους οργανισμούς.
Οι προστατευόμενες περιοχές επιλέγονται με ένα σύνολο κριτηρίων. Δυστυχώς όμως τα κριτήρια αυτά αντανακλούν μόνο τις παρούσες συνθήκες και ως εκ τούτου παραμένει ένα τεράστιο ερώτημα σχετικά με το εάν αυτές οι περιοχές θα είναι ικανές να διατηρήσουν τη βιοποικιλότητα υπό την κλιματική αλλαγή. Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ξεκάθαρα ότι οι θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές της Μεσογείου εμφανίζονται ιδιαιτέρως τρωτές στην κλιματική αλλαγή, ενώ σε λίγα χρόνια οι συνθήκες που θα επικρατούν σε αυτές δεν θα επιτύχουν να διατηρήσουν τα είδη για τα οποία προορίστηκαν κατά την ίδρυσή τους να προστατεύουν. Είναι λοιπόν μονόδρομος να ενσωματώσουμε την κλιματική αλλαγή στο σχεδιασμό για ανάδειξη προτεραιοτήτων για την προστασία.
Η ευρωπαϊκή στρατηγική για τη βιοποικιλότητα, ζητά από τα Κράτη Μέλη την προστασία του 30% των ευρωπαϊκών θαλασσών μέχρι το 2030. Όπως προκύπτει και από τη συγκεκριμένη έρευνα του ΑΠΘ η στατική, μονοδιάστατη εκτίμηση των βιολογικών παραμέτρων χωρίς την συνεκτίμηση της δυναμικής του κλίματος θα μπορούσε σε μεγάλο βαθμό να οδηγήσει σε ένα δίκτυο προστατευόμενων περιοχών με περιορισμένες πιθανότητες επιτυχίας. «Η επέκταση του δικτύου Natura 2000 για την επίτευξη του ευρωπαϊκού στόχου κάλυψης του 30% των θαλασσών θα πρέπει να γίνει με συστηματικό τρόπο, συνεκτιμώντας την κλιματική αλλαγή και δίνοντας προτεραιότητα σε κλιματικά καταφύγια, δηλαδή περιοχές με μικρή αναμενόμενη αλλαγή των κλιματικών συνθηκών τις επόμενες δεκαετίες» δήλωσε στη Green Agenda o καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου Στέλιος Κατσανεβάκης, συνεργάτης της ομάδας του ΑΠΘ.
Πηγή: greenagenda.gr