Αυξάνονται τα επεισόδια αυξημένης παροχής στα ποτάμια της Ελλάδας το φθινόπωρο: Η περίπτωση του Πηνειού
Γράφει ο Γιώργος Βάρλας, Επιστημονικός Συνεργάτης στο Εργαστήριο Υδρομετεωρολογίας του Τομέα Εσωτερικών Υδάτων, του Ινστιτούτου Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών
Η κλιματική αλλαγή έχει επηρεάσει μεταξύ άλλων και την παροχή νερού των ποταμών κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Σε αυτό το πλαίσιο, μια νέα μελέτη είχε σαν σκοπό τη διερεύνηση του κατά πόσον η κλιματική αλλαγή έχει επηρεάσει τη λεκάνη απορροής του Πηνειού ποταμού από το 1981 έως το 2017 (37 έτη). Πιο συγκεκριμένα, διερευνήθηκαν διαχρονικές τάσεις στην ποσότητα του νερού που ρέει σε τρεις βασικές υπολεκάνες του ποταμού. Επίσης, διερευνήθηκε το κατά πόσον έχουν αυξηθεί διαχρονικά τα μέγιστα ημερήσιας παροχής για κάθε μήνα, που συχνά συνδέονται με επεισόδια ισχυρής βροχόπτωσης. Η λεκάνη του Πηνειού επιλέχθηκε επειδή είναι μια από τις πιο παραγωγικές γεωργικές περιοχές της Ελλάδας, επομένως είναι πολύ σημαντική η εκτίμηση των επιδράσεων της κλιματικής αλλαγής και η αντιμετώπισή τους στην περιοχή αυτή, επειδή υπάρχουν μεγάλες κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις όταν σημειώνονται φαινόμενα, όπως ξηρασίες και πλημμύρες, που επηρεάζονται από τις κλιματικές μεταβολές.
Για τη μελέτη των επιδράσεων της αλλαγής του κλίματος απαιτούνται ημερήσια μετρητικά δεδομένα τουλάχιστον για 30 έτη. Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες μέτρησης παροχής σε διάφορες περιοχές του Πηνειού, αλλά χρειάζονται πιο εντατικές και συντονισμένες προσπάθειες για τη δημιουργία μιας πολυετούς βάσης συνεχόμενων μετρητικών δεδομένων που να καλύπτει ολόκληρη τη λεκάνη. Συνεπώς, για τις ανάγκες της παρούσας μελέτης και λόγω έλλειψης επαρκών διαθέσιμων μετρήσεων για μεγάλο χρονικό διάστημα, χρησιμοποιήθηκαν προσομοιωμένες παροχές από το πανευρωπαϊκό υδρολογικό μοντέλο E-HYPE του Σουηδικού Μετεωρολογικού και Υδρολογικού Ινστιτούτου (Swedish Meteorological and Hydrological Institute – SMHI)*.
Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι οι ελάχιστες τιμές της μέσης ετήσιας παροχής και για τις τρεις υπολεκάνες εμφανίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ενώ είχαμε σταδιακή αύξηση της ποσότητας του νερού από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έως το 2017, η οποία έφθασε περίπου στα ίδια επίπεδα με εκείνα των αρχών της δεκαετίας του 1980. Οι ελάχιστες τιμές παροχής που παρατηρήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 οφείλονται στην παρατεταμένη ξηρασία που σημειώθηκε εκείνη την περίοδο και έπληξε την ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο, έχοντας σοβαρές κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις.
Μια πιο λεπτομερής ανάλυση των δεδομένων, αποκάλυψε ότι στις αρχές του φθινοπώρου και συγκεκριμένα τον Σεπτέμβριο υπήρξε μεγάλη διαχρονική αύξηση στα μέγιστα παροχής σε δύο από τις τρεις υπολεκάνες που μελετήθηκαν, η οποία μπορεί να οφείλεται στην κλιματική αλλαγή καθώς οι συγκεκριμένες δύο υπολεκάνες απαρτίζονται σε μεγάλο βαθμό από ορεινές και ημιορεινές περιοχές με μειωμένες ανθρωπογενείς πιέσεις (αλλαγές στις χρήσεις γης, καλλιέργειες, τεχνικά έργα κτλ.). Το συγκεκριμένο εύρημα έρχεται να επιβεβαιώσει τα αποτελέσματα πολυετών ερευνών της επιστημονικής κοινότητας σε διάφορες περιοχές του κόσμου, τα οποία κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ότι τα ισχυρά υδρομετεωρολογικά φαινόμενα ολοένα αυξάνονται εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής.
Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης έδειξαν επίσης ότι δεν βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαχρονικές τάσεις για τους υπόλοιπους μήνες του έτους. Οι αυξητικές τάσεις τον Σεπτέμβριο έχουν ακόμα μεγαλύτερη σημασία αν αναλογιστούμε το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος μήνας είναι αρκετά ξηρός με αποτέλεσμα ο Πηνειός να έχει μειωμένη ροή. Η απότομη αύξηση στη ροή του ποταμού τον Σεπτέμβριο μπορεί να οφείλεται σε διάφορα έντονα μετεωρολογικά φαινόμενα, όπως για παράδειγμα οι θερμικές καταιγίδες, τα ψυχρά μέτωπα, τα βαρομετρικά χαμηλά και οι Μεσογειακοί Κυκλώνες (“Medicanes”). Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του “Medicane” ΙΑΝΟΣ τον Σεπτέμβριο του 2020 (δεν περιέχεται στα δεδομένα μελέτης της εργασίας) που προκάλεσε εκτεταμένες αιφνίδιες πλημμύρες στην Καρδίτσα, στο Μουζάκι και σε άλλες περιοχές της λεκάνης του Πηνειού. Φαίνεται λοιπόν, ότι ειδικά ο Σεπτέμβριος είναι ένας μήνας που χρειάζεται προσοχή, καθώς η αύξηση στα μέγιστα παροχής ενδέχεται να είναι ολοένα πιο εμφανής τα επόμενα χρόνια, με ενδεχόμενη αύξηση των αιφνίδιων πλημμυρών.
Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα της μελέτης μεταφράζονται στο ότι είναι επιτακτική ανάγκη να γίνουν προσπάθειες για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και του μετριασμού των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, με απώτερο στόχο ένα βιώσιμο μέλλον. Η κατάσταση αυτή απαιτεί έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό που να περιλαμβάνει συνεργασία της επιστημονικής κοινότητας με τους διάφορους φορείς, όπως επίσης συντήρηση των υπαρχόντων και εγκατάσταση νέων προηγμένων μετρητικών και προγνωστικών συστημάτων με σκοπό τη συστηματική παρακολούθηση των υδάτων της περιοχής, αλλά και την έγκαιρη προειδοποίηση για ακραία υδρομετεωρολογικά φαινόμενα. Στο πλαίσιο αυτό, το Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων (ΙΘΑΒΙΠΕΥ) του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών έχει εγκαταστήσει τα τελευταία χρόνια ένα δίκτυο αυτόματων υδρολογικών σταθμών στον Πηνειό (https://hydro-stations.hcmr.gr/), διεξάγει έρευνα πεδίου και εφαρμόζει σε ερευνητικό πλαίσιο εξειδικευμένα υδρομετεωρολογικά μοντέλα πρόγνωσης. Τέλος προς την κατεύθυνση αυτή, αξίζει να αναφερθεί η δυνατότητας συνεργασίας και με ξένους φορείς για την απόκτηση τεχνογνωσίας και χρήσιμων δεδομένων, όπως αυτά που χρησιμοποιήθηκαν στην παρούσα μελέτη από το υδρολογικό μοντέλο E-HYPE, δεδομένα για τα οποία αξίζουν ιδιαίτερες ευχαριστίες προς το Σουηδικό Μετεωρολογικό και Υδρολογικό Ινστιτούτο (SMHI) για τη συνεισφορά του.
Varlas G, Papadaki C, Stefanidis K, Mentzafou A, Pechlivanidis I, Papadopoulos A, Dimitriou E. Increasing Trends in Discharge Maxima of a Mediterranean River during Early Autumn. Water. 2023; 15(6):1022. https://doi.org/10.3390/w15061022
*Η ανάλυση των δεδομένων με σκοπό την αναζήτηση γραμμικών και μη γραμμικών διαχρονικών τάσεων στην παροχή βασίστηκε σε μια πολύπλευρη προσέγγιση με τη χρήση διαφόρων μεθοδολογιών και στατιστικών τεχνικών: Mann-Kendall, Quantile-Kendall και Generalized Additive Models (GAM). Η προτεινόμενη μεθοδολογική προσέγγιση που χρησιμοποιήθηκε στη συγκεκριμένη μελέτη μπορεί να εφαρμοστεί και σε άλλες περιοχές για τη διερεύνηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής σε μικρή αλλά και σε μεγάλη κλίμακα.
Πηγή: climatebook